αναίρεση

αναίρεση
(Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε άλλους κλάδους του δικαίου, και ειδικά στο διοικητικό δίκαιο, όπου το Συμβούλιο της Επικρατείας εκτελεί ανάλογη αποστολή με εκείνη του Αρείου Πάγου στον τομέα του ιδιωτικού και του ποινικού δικαίου. Η άσκηση του ενδίκου μέσου της α. δεν αναστέλλει γενικά την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
* * *
η (Α ἀναίρεσις)
1. ανατροπή, ανασκευή (επιχειρημάτων, ισχυρισμού κ.λπ,)
2. αθέτηση, ακύρωση, κατάργηση, ανάκληση
3. θανάτωση, φόνος (ειδ. στα νεοελλ., η ανθρωποκτονία που διαπράττεται απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής)
νεοελλ.
(ως νομ. όρος)
1. ένδικο μέσον με το οποίο ζητείται από το δικαστήριο τού Αρείου Πάγου η ακύρωση αποφάσεως κατώτερου δικαστηρίου ως νομικά εσφαλμένης
2. δικαστική κύρωση αυτής τής αιτήσεως
αρχ.
1. ανάληψη και μεταφορά κάποιου πράγματος
2. (για νεκρούς) περισυλλογή και ταφή
3. επιχείρηση, ανάληψη έργου
4. κατεδάφιση, καθαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναιρῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναιρέσιμος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναιρεσιβάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναίρεση — η 1. ανασκευή, ανατροπή ισχυρισμού, κατηγορίας, επιχειρημάτων κτλ.: Στην πραγματεία του κάνει αναίρεση των απόψεων του πραγματισμού. 2. ανθρωποκτονία απρομελέτητη: Δικάζεται για αναίρεση. 3. ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται να ακυρωθεί από τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • παλινωδία — Η επανάληψη μιας ωδής ή η αναίρεση του περιεχομένου της με άλλην. Εισηγητής της π., κατά την παράδοση, ήταν ο Στησίχωρος. Ο Στησίχωρος έβρισε με μιαν ωδή την Ελένη και έχασε το φως του. Θεωρώντας το γεγονός ως τιμωρία, έγραψε μιαν άλλη εξυμνητική …   Dictionary of Greek

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • αναιρέσιμος — η, ο 1. αυτός που επιδέχεται δικαστική αναίρεση, που είναι δυνατόν να ανακληθεί, ο ακυρώσιμος 2. αυτός που μπορεί να τόν αναιρέσει κανείς, ο διαψεύσιμος 3. αυτός που μπορεί να τόν αθετήσει κανείς, ο αθετήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίρεση ( ις) ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • αναιρετικός — ή, ό (Α ἀναιρετικός, ή, όν) [ἀναιρῶ] ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή νεοελλ. ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός αρχ. 1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός 2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης …   Dictionary of Greek

  • ένδικα μέσα — Τα δικαστικά μέσα που παρέχει ο νόμος σε ορισμένα πρόσωπα –διαδίκους ή τρίτους– τα οποία έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν τις αποφάσεις είτε στο ίδιο δικαστήριο που πήρε την απόφαση (ανακοπή, επανάληψη διαδικασίας, αναψηλάφηση) είτε σε άλλο… …   Dictionary of Greek

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • αναδικάζω — (Α ἀναδικάζω) (νεοελλ. στην ενεργ., αρχ. στη μέσ.) επαναλαμβάνω δίκη μετά την αναίρεση τής πρώτης αποφάσεως, ξαναδικάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δικάζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναδίκαση] …   Dictionary of Greek

  • αναιρεσείων — ( οντος), ον αυτός που ζητεί αναίρεση, ακύρωση δικαστικής αποφάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αναιρεσ , αναιρέσω, μέλλ. τού ρ. αναιρώ. Η λ. απαντά για πρὠτη φορά στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”